- αμφικίων
- ἀμφικίων (-ονος), -ον (Α)(για ναούς) αυτός που έχει ολόγυρα κίονες, ο περίπτερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + κίων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφικίων — ἀμφικί̱ων , ἀμφικίων with pillars all round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
ἀμφικίονας — ἀμφικί̱ονας , ἀμφικίων with pillars all round masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικίονες — ἀμφικί̱ονες , ἀμφικίων with pillars all round masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)